προχειροτονία — προχειροτονίᾱ , προχειροτονία preliminary vote fem nom/voc/acc dual προχειροτονίᾱ , προχειροτονία preliminary vote fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειροτονίας — προχειροτονίᾱς , προχειροτονία preliminary vote fem acc pl προχειροτονίᾱς , προχειροτονία preliminary vote fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειροτονίαν — προχειροτονίᾱν , προχειροτονία preliminary vote fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭККЛЕСИЯ — • Έκκλησία, народное собрание, в греческих республиках настоящий центр верховной власти, в разных государствах состояло из различных элеметов и имело различные полномочия. Нам предстоит заняться преимущественно афинскою и спартанскою… … Реальный словарь классических древностей
Экклесия — Пникс трибуна оратора Экклесия (др. греч. ἐκκλησία) в … Википедия
εκκλησία του δήμου — Στην ελληνική αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι λαϊκές συνελεύσεις, που αποτελούσαν το ανώτατο όργανο άσκησης της εξουσίας στη δημοκρατική πολιτεία. Στην ε. του δ. συμμετείχαν, με δικαίωμα λόγου και ψήφου, όλοι οι πολίτες –οι ελεύθεροι από πατέρα… … Dictionary of Greek